red rain

Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2007

Πόρτα ανοιχτή

Στην αρχή εκπλήσσεσαι για αυτό που βλέπεις. Παρατηρείς μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα. Πρώτα κάθε πιθαμή και σε λίγο κάθε εκατοστό του σώματός της. Ακουμπάς καθημερινά, με τη νοητή προέκταση των χεριών σου, όσα έχεις φανταστεί χτες, όσα θα αγγίξεις αύριο.
Μετά ακούς. Καμιά μελωδία δεν είναι ικανή ν’ αντικαταστήσει τη φωνή της, τον ήχο των βημάτων της, το θρόισμα των μαλλιών στον αέρα. Στην ουσία περισσότερο κρυφακούς, γιατί τότε μόνο συγκεντρώνεσαι, αφού όταν απευθύνεται σε σένα τα χάνεις και δεν προσέχεις, δεν απολαμβάνεις.
Κάποτε στέκεις τυχερός και μπορεί να σ’ ακουμπήσει, γιατί εσύ ’σαι πάντα άτολμος. Χιλιόμετρα από αρχαίο κινέζικο μετάξι σου προκαλούν ρίγη για λίγα μόνο δέκατα του δευτερολέπτου. Μετά νιώθεις και πάλι ξερή στέπα.
Την οσμή της πιότερο τη δημιουργείς μονάχος, ανάμεσα στο μυρωδικό του σαμπουάν της και του αποσμητικού της.
Σε κυριεύει ένας ενθουσιασμός που ξεκινά απ’ τις αισθήσεις και καταλήγει βαθιά μέσα στη ψυχή σου, αφήνοντάς σε με την απορία αν ό,τι σου συμβαίνει είναι γνωστό, αν μπορείς να το αναγνωρίσεις. Αναρωτιέσαι πάντα αν είναι η πρώτη φορά που νιώθεις. Το παιχνίδι στο οποίο συμμετέχεις σε συνεπαίρνει τόσο, που δεν μένει χρόνος για καμιά λογική οπτική.

Η συνέχεια μοιάζει σαν μια επανάληψη, της οποίας τις λεπτομέρειες δεν έχεις λησμονήσει, μον’ έχεις την εντύπωση πως κάτι σου θυμίζουν. Και ξανά ερευνάς για να σχεδιάσεις στο μυαλό σου το αντικείμενο του πόθου. Σε γοητεύει κάθε της κίνηση, ακόμη κι αυτές που καθημερινά βλέπεις εκατοντάδες άλλες να κάνουν. Συχνά τις μυθοποιείς, σα να ’ναι μοναδικές. Σπανιότερα μπορείς και τις αντιγράφεις για να ’χεις τις ώρες που σου λείπει. Ψάχνεις στοιχεία που να σ’ οδηγήσουν στην πιο μεγάλη –ως τώρα- αποκάλυψη: πως ό,τι ποθείς είναι πολύτιμο -αν όχι αναγκαίο- στη ζωή τη δική σου.
Έτσι, δημιουργείς προϋποθέσεις για να ’σαι τριγύρω της. Ξεπερνάς αναστολές, φόβους, αμφιβολίες και μιλάς. Ακατάσχετα. Ανόητα. Δεν λες για να πεις, αλλά για να κερδίζεις χρόνο μαζί της. Την αποκαλείς Κλεοπάτρα και η πυραμίδα της χαζομάρας σου κάνει το Χέοπα να ζηλεύει. Αναφέρεσαι στη βροχή που πέφτει σα να ρίχνει χρυσόσκονη. Εκείνη σε λοιδορεί και συ μακαρίζεις που σου ’δωσε σημασία.

Θα την κατακτήσεις. Δεν το ’χεις σίγουρο, μα το επιβεβαιώνει το πάθος σου για κείνη. Η αιτία του σου είναι ακόμη άγνωστη. Εσύ ψάχνεις την αφορμή. Χρησιμοποιείς όλα τα αστεία που άκουσες, φτιάχνεις δικά σου, αυτοσαρκάζεσαι. Αναζητάς την κερκόπορτα που θα επιτρέψει την πιο αθώα διείσδυση. Δεν τη βρίσκεις, σε βρίσκει εκείνη.
Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και τα μεσάνυχτα σου χαρίζουν μια αυγή ελπίδας πραγματικής. Το πεζούλι σκληρό, μαλακώνει σαν πλαστελίνη που θα βουλιάξει στη μέση για να έρθεις πιο κοντά σε κείνη, να γίνεις ένα μαζί της. Δεν θα την σφίξεις στην αγκαλιά σου, μα θα ’ναι μοιραίο να γίνει αργότερα.

Ω, τί μαγεία! Πήρες το καλύτερο απόσταγμα του κορμιού της! Δε σχεδίασες ποτέ τον τρύγο. Αυτοσχεδίασες, γιατί δεν ήξερες τί και πώς. Μέθυσες αμέσως γιατί ο μούστος ήταν φετινός. Η ζάλη ήταν τόσο γλυκιά, σχεδόν πρωτόγνωρη. Έγινες αλκοολικός με τη μία. Η στέρηση βαριά, αλλά το ίδιο ηδονική με την επαφή. Όσο περίμενες τον έρωτά της, τόσο αναζητούσες την απουσία του για να τον τρανώσεις ακόμη περισσότερο. Δεν σου ’λειψε λεπτό. Την έχεις μέσα κι έξω απ’ το μυαλό σου. Βρίσκεται γύρω σου, σ’ ό,τι κάνεις και σ’ αυτά ακόμη που δεν κάνεις.

Την ερωτεύτηκες κάθε λεπτό και πιο πολύ. Ούτε που κατάλαβες πώς την αγάπησες. Οι οργασμοί της έφτασαν σταδιακά ως βαθιά μέσα στην καρδιά σου. Σε κατέκτησε ολότελα. Μοναδικά. Μόνιμα.
Άμοιρε! Δούλευες μερόνυχτα τον αργαλειό για να την υφάνεις κι αυτή σε έκανε μανίκι απ’ το πλεχτό της. Σε πήρε και σε σήκωσε, πιο ψηλά απ’ όσο άντεχες. Τόσο ψηλά που δεν ένιωσες το φόβο που φυλά τα έρημα. Δεν υποψιάστηκες την πτώση, μονάχα γιατί ήταν …βέβαιη. Δεν είχες αντιστάσεις αφού τις εξάντλησες όλο το προηγούμενο διάστημα.

Ωστόσο την ένιωθες καλύτερα απ’ τον καθένα. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια αντιλαμβανόσουν όσα ήθελε κι όσα δεν μπορούσε. Νόμιζες βέβαια ότι αυτό αρκούσε για να συνεχίσει να σ’ αφήνει να την αγαπάς. Ότι όσα δεν ταίριαζαν στις ζωές σας θα τα αντικαταστούσε κάτι νέο και για τους δυο.
Μάταια υπόθεση. Όσα ήξερες πήγαν στράφι. Πλήρωσες κάποτε τόσο ακριβά για να μάθεις και τη μοιραία στιγμή δε χρησιμοποίησες τη γνώση για να εξασφαλίσεις τη συνέχεια που σας έπρεπε.

Δεν ταιριάζουν οι άνθρωποι μωρέ! Ταυτίζονται κανά δυο απ’ τις στιγμές τους κι αν τους βγουν πετυχημένες ξέρουν τον τρόπο να τις επαναλαμβάνουν. Το κρίσιμο είναι να μπορούν να πατάνε πάνω στην αγάπη. Έτσι ψηλώνουν όταν τους βρει η απόγνωση και δεν πνίγονται σε μια κουταλιά νερό. Ξορκίζουν τη μοναξιά τους και ανακαλύπτουν το αντίδοτο που ’ναι η συντροφικότητα. Αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αλληλοεξοντώνονται. Αφήνουν το φυσιολογικό τους τέλος να φέρει το μεγαλύτερο και πιο απροσπέλαστο αδιέξοδο στις ζωές τους:
Το τέλος μιας αγάπης. Της δικής τους.






posted by red rain at 1:47 π.μ.

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home